- αντένδειξη
- η (Α ἀντένδειξις)ένδειξη για το αντίθετο, ένδειξη η οποία αντιτίθεται σε άλλη ένδειξημσν.αλλαγή ένδειξης ή ονομασίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιτρώδη — Φάρμακα με κύρια ένδειξη χορηγήσεώς τους τη στηθάγχη. Προκαλούν χάλαση των μυϊκών ινών που περιβάλλουν τα αγγεία, επιφέροντας έτσι διαστολή των στεφανιαίων και βελτιώνοντας τη ροή του αίματος. Σχετική αντένδειξη αποτελούν το γλαύκωμα, οι… … Dictionary of Greek